κανόνι

κανόνι
(I)
το
1. πυροβόλο, τηλεβόλο
2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια»)
3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» — αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε πτώχευση, χρεωκόπησε
β) «τό 'σκασε κανόνι»
(ιδίως για μαθητές) απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία
γ) «έφαγε το κανόνι» ή «τό' φάγε» — απέτυχε στις εξετάσεις, απορρίφθηκε
δ) «είναι κανόνι» — είναι πολύ ικανός σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. canon < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι». Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
————————
(II)
το (AM κανόνιον, Μ και κανόνι)
νεοελλ.
1. μικρός κανόνας, λεπτό σανίδι που καλύπτει τις κυψέλες τών μελισσών
2. μουσ. είδος νεώτερου κρουστού μουσικού οργάνου
μσν.
1. ειδικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για να ισιώσουν μιαν επιφάνεια, υπόδειγμα
2. μικρό σκυλί, κουτάβι
3. εξάρτημα τού κρεβατιού
αρχ.
1. μικρή ράβδος για τη μέτρηση γραμμών και επιφανειών
2. διαβήτης, όργανο μετρήσεως τόξων, μοιρών
3. σταμίς*.
4. διάγραμμα μαθηματικό για την εύρεση τού Πάσχα
5. μουσ. μονόχορδο μουσικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανόν-ιον < κανών «ευθύγραμμη ράβδος» + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανόνι — κανών straight rod masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • κανονάκι — (I) το μικρό κανόνι, μικρό πυροβόλο. (II) το μουσ. είδος σαντουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (II) + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. τυρ άκι, ψωμ άκι] …   Dictionary of Greek

  • κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • Rule of Faith — The rule of faith (Latin: regula fidei ) or analogy of faith ( analogia fidei ), is a phrase first found in Tertullian, i.e.:Let our seeking, therefore be in that which is our own, and from those who are our own, and concerning that which is our… …   Wikipedia

  • Kalong — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

  • Kanonaki — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

  • Kanun (instrument) — Qanûn (instrument) Pour les articles homonymes, voir Qanûn. Sommaire 1 Lutherie 2 Accord 3 …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”